Πολλά από τα πρώτα ρούχα κατά τους προϊστορικούς χρόνους ήταν φτιαγμένα από ίνες λινού. Τα φυτά του λιναριού (η κύρια πηγή του λινού υλικού) ευδοκιμούν στη Μεσόγειο και την Κεντρική Ασία.
Οι αιγυπτιακές μούμιες τυλίγονταν με λεπτό λινό ύφασμα. Με τις χοντρές ίνες υφάνθηκαν πανιά σκαφών και σακούλες σπόρων. Όταν οι Ρωμαίοι κατέκτησαν την Αίγυπτο, το λινό άρχισε να βάφεται σε ζωηρά χρώματα. Οι Ρωμαίοι διέδωσαν τη χρήση του λινού σε όλη την Ευρώπη και έχτισαν εργοστάσια για να συμβαδίσουν με τη ζήτηση λινών για τους στρατούς τους.
Κατά τη διάρκεια του 17ου αιώνα ιδρύθηκε ιρλανδική βιομηχανία λινών για να αποφευχθεί ο ανταγωνισμός με τα αγγλικά μάλλινα υφάσματα.
Οι πρώτοι άποικοι στην Αμερική έφεραν σπόρους λιναριού στον Νέο Κόσμο, ώστε να μπορούν να παράγουν νήματα και λινά υφάσματα. Το λινό έγινε το κυρίαρχο ύφασμα μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1800, όταν η παραγωγή βαμβακιού άνθισε στις νότιες πολιτείες.
Σήμερα στις Ηνωμένες Πολιτείες δεν υπάρχει εμπορική παραγωγή λινών υφασμάτων σε αντίθεση με την Ευρώπη. Οι χώρες με την μεγαλύτερη παραγωγή λινών υφασμάτων είναι η Λιθουανία και η Ισπανία, με πολλούς να θεωρούν την παραγωγή των λινών τους ως την υψηλότερη ποιότητα στο κόσμο.